-
1 косметика
косметика ж 1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική 2) (средства) το κοσμητικό, τα καλλυντικά* * *ж1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική2) ( средства) το κοσμητικο, τα καλλυντικά -
2 эпитет
[επίτιτ] ουσ. α (λογοτ.) το κοσμητικό επίθετο -
3 эпитет
[επίτιτ] ουσ α (λογοτ) το κοσμητικό επίθετο -
4 всемилостивый
κ. всемилостивейший (κοσμητικό επ. των τσάρων και του θεού) πολυεύσπλαχνος, πολυέλεος. -
5 гладиолус
-а α.γλαδίολος, γλαδίολο (κοσμητικό φυτό). -
6 гортензия
-и θ.ορτανσία, κοσμητικό φυτό. -
7 нарцисс
-а α.νάρκισσος (κοσμητικό φυτό). -
8 фуксия
-и θ.η φουξιά (κοσμητικό φυτό). -
9 эпитет
-а α. (φιλγ.) το κοσμητικό επίθετο• χρησιμοποιείται και ειρωνικά.
См. также в других словарях:
κοσμητικός — ή, ό (ΑM κοσμητικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για στολισμό, διακοσμητικός 2. το θηλ. ως ουσ. η κοσμητική η τέχνη τής περιποίησης και τού εξωραϊσμού τού ανθρώπινου σώματος, που διαφέρει από τον στολισμό κατά τον οποίο προστίθενται στο ανθρώπινο σώμα… … Dictionary of Greek
κοσμητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει για διακόσμηση, διακοσμητικός. 2. (γραμμ.), «κοσμητικό επίθετο», το επίθετο που εξαίρει την ιδιότητα ή την ποιότητα του ουσιαστικού. 3. το ουδ. κοσμητικό ως ουσ., σκεύασμα που συντελεί στον καλλωπισμό του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης … Dictionary of Greek
κολώνια — Πόλη της Γερμανίας. Βλ. λ. Κολονία. * * * η κοσμητικό και αρωματικό προϊόν το οποίο συνίσταται σε αλκοολικό διάλυμα αιθέριων ελαίων, κυρίως τού περγαμότου και τής λεμονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (eau de) Cologne < Cologne, γαλλ. ονομασία τής… … Dictionary of Greek
μπουκαμβίλια — η κοσμητικό φυτό … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek